λατμενεία

λατμενεία
λατμενεία (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «δουλεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συμφυρμό τών λ. ἀτμενία «δουλεία» και λατρεία, ενώ κατ' άλλους είναι εσφ. γρφ. τής λ. ἀτμενία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”